-
1 ἀείρω
ἀείρω ( ΑΕΡ, vgl. ἀήρ); att. αἴρω, auch Hom. Il. 17, 724; äol. ἀέῤῥω, Sapph. frg. 73; fut. ( ἀερῶ, att.) ἀρῶ, Soph. Ai. 75, zuweilen mit langem α, z. B. ἀροῠμεν Aesch. Pers. 781 u. Eur. I. T. 117; aor. ἄειρα, ion. ἤειρα, ἀεῖραι, ἀείρας, att. ᾑρα, ἆρον imper. Soph. Ir. 796, ἄραντες Thuc. 1, 52, conj. ἀέρσῃ Panyas. bei Ath. II, 36 e; perf. ἦρκα, ἠρκώς, Dem. 25, 52. – Med. ἀείρομαι, att. αἴρομαι, vgl. auch ἄρνυμαι; fat. ἀροῠμαι Soph. O. C. 460; aor. ἠειράμην, ἀειραμένη Odyss. 15, 106 Iliad. 6, 293, -ος 23, 856, att. ἠράμην, auch bei Hom., ἠράμεϑα II. 22, 393; aor. II. bei Hom. u. Tragg., ἀρόμην Il. 23, 592, ἀρέσϑαι, ἀροίμην, alle mit kurzem α. – Pass. αἴρομαι; ᾔρετο impf. Xen. Hell. 5, 2, 5; vgl. ἠερέϑομαι; aor. ἀέρϑην (παρηέρϑη), ἄερϑεν = ἀέρϑησαν II. 8, 74, att. ἤρϑην, Thuc. 1, 49, Hom. Od. 8, 375. 9, 383. 12, 432 ἀερϑείς, Iliad. 13, 63 Od. 5, 393 ἀρϑείς; fat. ἀρϑήσομαι Ar. Ach. 565; perf. ἦρμαι (ἐπηρμένος), ἠερμένος Ap. Rh. 2, 171; plusqpf. ἄωρτο Il. 3, 272. 19, 253, auch Theocr. 24, 43, war hoch gehoben, hing, vgl. Buttmann Lexil. 1, 293. – 1) Vom Boden aufnehmen, in die Höhe heben, bes. um zu tragen, ὑψόσ' ἀείρας II. 10, 465, ἔγχος ἀεῖραι 8, 424, ἐκ βελέων ἀείρας 16, 678, δμωὰς νόσφιν ἀειράσας 24, 583; μῆλα ἐξ Ἰϑάκης ἄειραν, räuberisch wegführen, Od. 21, 18; κτήματ' ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχϑοςἄειραν, in die Höhe hoben, trugen, 3, 312; ζυγόν, das Joch tragen, Theocr. 27, 20; ὀρϑὸν αἴρειν κάρα, den Kopf gerade in die Höhe richten, Aeseh. Ch. 489; ὀφϑαλμόν, das Auge erheben, Soph. Trach. 792; μετέωρον ἄρας Ar. Equ. 1362; σύ μ' αὐτὸς ἆρον, σύ με κατάστησον, hebe, richte mich auf, Soph. Phil. 867, wie γραῖαν πεσοῠσαν αἴρετ' εἰς ὀρϑόν Eur. Froad. 465; ἄρασα ἐπ' ὤμων Aesop. 73; ἀπὸ γῆς Plat. Tim. 90 a; τεῖχος, d. i. aufführen, Thuc. 1, 90; ἀράτω τὴν χεῖρα, er hebe die Hand hoch, beim Abstimmen, Xen. An. 5, 6, 33, dem ἀνατείνειν entsprechend, u. oft; πόδ' ἔξω δωμάτων αἴροντι Eur. Hec. 965 Hel. 1643; σκέλη, die Beine aufheben, Xen. de re eqn. 10, 15; κοῠφον βῆμα, den Tritt leicht erheben, eilen, Eur. Troad. 344; – σημεῖον, die Fahne. das Feldzeichen erheben, ἐπεὶ τὰ σημεῖα ἤρϑη Thuc. 1, 49. 63; aber auch ἦρε τοῖς κέρασι σημεῖον μηκέτι πορεύεσϑαι, er ließ Halt blasen, Xen. Cvr. 1, 2, 23; μηχανήν, ϑεούς, die Maschine zum Emporheben der Götter in Bewegung setzen, Antiphan. bei Ath. VI, 222 c, wie Plat. Crat. 425 d u. Plut. Them. 10; Lyc. 25; übtr., πᾶσαν μηχανὴν αἴρειν, alle Hebel in Bewegung setzen, Dion. 18; – τὰς ὀφρῠς Men. Stob. 22, 9; über μασχάλην αἴρειν vgl. Zenob. 5, 7; – ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς, d. i. abfahrend, Thuc. 1, 52; u. danach στόλον Aesch. Ag. 47 Pers. 795; ἐκ τερμάτων νόστον ἄρωμεν Eur. I. T. 117, ἄρας ναυσὶ χιλίαις Ἄρη El. 2; intrans., ἄρας τῷ στρατῷ, aufbrechend, Thuc. 2, 12, u. oft, wie Plut., z. B. ἄραντες στρατῷ μεγάλῳ Poplic. 22, vgl. med.; von der Sonne, aufgehen, ἥλιος ταύτῃ μὲν αἴρῃ, τῇδε δ' αὖ δύνῃ Soph. Phil. 1331. – Uebertr., ἆϑλον ἆραι, d. i. den Kampf aufnehmen, übernehmen, Soph. Fr. 80; auch δειλίαν ἀρεῖς Ai. 70, ὄγκον 129, ϑυμόνΟ. R. 914, wie ϑάρσος αἶρε Eur. I. A. 1598, vgl. Mus. 243, Muth, Feigheit, Dünkel fassen, zeigen, u. s. med. – Oft heben, vergrößern, ἡ δύναμις ᾔρετο Thuc. 1, 118; bes. mit Worten und Ehren, erheben, preisen, πολλῷ σ' ἐπαίνῳ ὑψηλὸν ἀρῶ Eur. Heraclid. 322, σ' ἦρεν εἰς ὕψος Phoen. 409; δόμον μέγαν ἀείρας Aesch. Ch 260. μέγαν μιν ἄρας 780; αἴρειν τὸ πρᾶγμα λόγῳ καὶ φοβερὸν ποιεῖν Dem. 21, 71, u. pass. ἤρϑη μέγας 2, 8, wie ἀρϑεὶς δὲ μέγας καὶ τιμηϑεὶς ὡς οὐδεὶς πώποτ' ἐν ὑμῖν Ar. Vesp. 1023, zu großem Ruhme gelangt; u. so noch Sp. αἴρειν τὸν λόγον, erhabener sprechen, Chrysost. – Auch wegtragen, wegnehmen, ἀπό με τιμᾶν ἦραν Aesch. Eum. 808, hoben mich weg von den Ehrenbezeugungen, entrissen mir diese; κακά Eur. El. 942; αἴρειν ἐκ πόλεως Plat. Rep. IX, 578 e; συνϑήκας ἄρασϑαι, im Ggstz von ϑέσϑαι, D. L. 5, 63, aufheben; vgl. δίκην ἄρασϑαι Aesch. 1, 66; so auch αἴρετε τὰς τραπέζας Men. bei B. A. 358, ἀρτέον τραπέζας Alexis bei Ath. XIV, 642 f. ὡς ἦν ἠρμένη τράπεζα Timocl. bei Ath. X, 455 f. ἀρϑείσης τῆς τραπέζης Plut. san. tu. p. 383, den Tisch fortnehmen, παρακειμένην ἀφελεῖν VLL., aber μή μοι οἶνον ἄειρε Il. 6, 264, erhebe den Wein (im Becher) nicht, um ihn mir zu reichen; vgl. αἶρε τὸ νᾶμα, bring das Naß, Theocr. 15, 27, wie auch ᾔρετο τράπεζα vom Auftragen der Speisen Eubul. bei Ath. XV, 685 e; ebenso med. κρατῆρά τ' αἴρου Anaxandr. bei Ath. II, 48 a. – Bei Ar. Ach. 565 ist ἀρϑήσει du wirst weggeschafft oder getödtet werden, wie es Dion. Hal. 4, 4 u. Sp., wie N. T., geradezu für tödten brauchen. – 2) Med. in denselben Bedeutungen auf das Subj. bezogen, αἴρεσϑε, hebet auf, Soph. Tr. 1255; νηῦς ἄχϑος ἄροιτο Il. 20, 247, πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκόνδε φερέσϑω 23, 856, wie ἀραμένους ἀποφέρειν, aufnehmen u. wegtragen, Xen. Hell. 4, 5, 14; αἴρεσϑ' ἔσω τεύχη Eur. El. 360, tragt sie hinein, νὶν ἠράμηνβάϑρων ἄπο I. T. 1201; ἀράμενος ἐπὶ τῶν ὤμων Aeson. 20; ἀράμενος τὴν προβοσκίδα, seinen Rüssel erheben, Plut. Pyrrh. 20; – ἱστοὐς Xen. Hell. 6, 2, 29; τὰ ἱστία ἀείρασϑαι, die Segel aufziehen und absegeln, s. act., Her. 8, 56. 94 u. nach Schweigh. Conj. für ἀρώμενος, 1, 27; ebenso pass., ἀερϑέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων-ἔπλεον 1, 165, sie machten sich auf; auch vom Landweg, 9, 25. – Bes. Waffen erheben, ὅπλα Xen. Cyr. 4, 2, 18; ἐχϑρὸν αἴρεσϑε δόρυ Eur. Heracl. 314; Soph. ἄρας ἔπαισεν, er hob (den Stab) hoch, holte aus und schlug, O. R. 1270; πόλε μον ἄρασϑαίτινι, Krieg erheben, übernehmen, Plat. com. bei Prisc. XVIII p. 211; Aeseh. Spt. 341; Her. 7, 132. 156; Thuc. 1, 80; Xen. Cyr. 1, 6, 45; νεῖκος, δηϊοτῆτα, Theogn. 90. 403 u. a. – Oft bei Hom., für sich davon tragen, erwerben, ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο Il. 9, 124, κῠδος ἀρέσϑαι Iliad. 16, 88. 17, 287. 419 Od. 22, 253, ἤρατο κῦδος Iliad. 3, 373. 18, 165, κῦδος ἄροιτο 22, 207, κ. ἄρηται 14, 365. χάριν καὶ κῦδος 4, 95, wie Aesch. Spt. 298 u. Pind. I. 1, 50; κλέος ἐσϑλὸν ἀρέσϑαι Iliad. 17, 16, κλέος ἐσϑλὸν ἀροίμην 18, 121, κλέος ἐσϑλὸν ἄρηαι Hesiod. Se. 107; εὖχος Il. 7, 203; νίκας Pind. I. 6, 57; vgl. Plut. Them. 15; Plat. Legg. XII, 969 a; ᾡ παιδὶ (für seinen Sohn) μέγα κλέος ἤρατο Od. 1, 240; ἕλκος ἀρέσϑαι, eine Wunde davontragen, Il. 14, 130; ὅσσ' Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο Od. 4, 107; πόνους Eur. Ion. 199, auf sich nehmen; πένϑος Soph. O. R. 1223, u. in vielfachen Uebertragungen, δίκας ἀρέσϑαι παρά τινος, Rache nehmen, El. 34; τόλμαν Pind. N. 7, 59; φυγήν Eur. Rhes. 54, fliehen; ποδοὶν κλοπὰν ἀρ., heimlich fliehen, Soph. Ai. 243; δυςμένειαν, ἔχϑραν Eur. Heracl. 986: κίνδυνον Andoc. 1, 11; Lys. 2, 14, u. sonst. – 3) Pass., gehoben werden, τὸ ὕδωρ ᾔρετο ὑπέρ τινος, das Wasser stieg über, Xen. Hell. 5, 2, 5; sich erheben, ὑψόσ' ἀερϑείς Od. 12, 432; ἔρνος ἀερϑέν Aesch. Ag. 1506, u. übertr. ἀρϑῆναι φόβῳ, δείμασι Spt. 196; Eur. Hec. 68, gespannt; oft ἐλπίσι, Plut. u. a. Sp. S. oben einzelne Beispiele.
-
2 διάγω
διάγω [ᾰ],A carry over or across,πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον Od.20.187
, cf. Th.4.78;δ. ἐπὶ σχεδίας ἄρτους X.Cyr.2.4.28
.b intr., cross over, Id.An.7.2.12.3 Geom., draw through or across, produce a line, Euc.1.21, al.II of Time, pass, spend,αἰῶνα h.Hom.20.7
; βίοτον, βίον, A.Pers. 711, S.OC 1619, Ar.Nu. 464;δ. τὸν βίον μαχόμενος Pl. R. 579d
;ἡσύχιον βίον δ. ἐν εὐσεβείᾳ
1 Ep.Tim.2.2
; γῆρας, νύκτα, X. Cyr.4.6.6, An.6.5.1;χρόνον Plu.Tim.10
(but χρόνος διῆγέ με, = χρόνον διῆγον, S.El. 782); δ. ἑορτήν celebrate it, Ath.8.363f: hence,2 intr., without βίον, pass life, live, Democr.191, D.18.254, 25.82; = διαιτῶμαι, διατρίβω, Thom.Mag.pp.90,98 R.;δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 174b
; tarry,ἐν τῷ δικαστηρίῳ Id.Euthphr.3e
;ἐν προαστείῳ Hdn.1.12.5
:—[voice] Med.,διαγόμενος Pl.R. 344e
, etc.;τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς δ. Michel352.15
([place name] Iasus).c c. acc. pers., divert, fob off, ἐλπίδας λέγων διῆγε [τοὺς στρατιώτας] X.An.1.2.11, cf. D.Prooem. 53, Luc.Phal.1.3.d continue,δ. σιωπῇ X.Cyr.1.4.14
: freq. c. part., continue doing so and so,δ. λιπαρέοντας Hdt.1.94
; δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος, X.Cyr.1.2.6, 7.5.85.e with Advbs.,ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Th.7.71
;ἄριστα X.Mem.4.4.15
;εὖ Arist.HA 625b23
; ; also εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα conduct oneself piously, Ar.Ra. 457.III cause to continue, keep in a certain state,πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. A.Eu. 995
(lyr.);πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isoc.3.41
;ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον.. διῆγεν ὑμᾶς D.18.89
;τὸ ὑπήκοον ἐν ἡσυχίᾳ δ. D.C.40.30
.IV entertain, feed,τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.Her.10.4
:—[voice] Pass., [λέων] μελιτούτταις διήγετο Id.VA 5.42
.2 divert,τινὰ ἀπό τινος Philostr.Her.Prooem.3
; simply, divert,τὰς βασιλείους φροντίδας Id.VS1.8.2
. -
3 ἐπι-σῑμόω
ἐπι-σῑμόω, etwas einbiegen, krümmen, τὴν προβοσκίδα Ael. H. A. 8, 10. – Vom Heere, es seitwärts marschiren lassen, Xen. Hell. 5, 4, 50.
-
4 ἐπισιμόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισιμόω
-
5 προνομεύω
A forage, plunder, Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.Musc.Enc.3.II trans., plunder, ravage,τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11
(also in [voice] Pass., ibid., D.S.13.109); pluck,ὄρμενα Posidipp. 24
; eat greedily,τὰ δεῖπνα Plu.2.709a
.2 carry away captive, LXX Nu.31.9, al.:—[voice] Pass., ib.Si.48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προνομεύω
См. также в других словарях:
προβοσκίδα — η / προβοσκίς, ίδος, ΝΜΑ (σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος τής κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση τής μύτης τού ελέφαντα, το ρύγχος τού ταπίρου… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
βαλανόγλωσσος — (balanoglossus). Γένος σκουληκιών που ζουν μέσα στην άμμο του θαλάσσιου πυθμένα, ανοίγοντας στοές με τις προβοσκίδες τους. Βρίσκονται σε όλους τους ωκεανούς, εκτός από τον Ανταρκτικό. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 2,5 5 εκ. έως 2 μ. και … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
ελεφαντίδες — (elephantidae). Οικογένεια ζώων της τάξης των προβοσκιδοειδών. Είναι ογκώδη και παχύδερμα ζώα, με μεγάλη και ευκίνητη προβοσκίδα. Στο επάνω σαγόνι τους φυτρώνουν δύο χαυλιόδοντες, οι οποίοι θεωρούνται το δεύτερο ζευγάρι των τομέων του σαγονιού… … Dictionary of Greek
ακρόχορδο — (acrochordus). Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ακροχορδιδών. Τα υδρόβια αυτά φίδια ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Ινδίας, της χερσονήσου της Ινδοκίνας και των νησιών της Ινδονησίας. Φτάνουν… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
αφιδίδες — (aphididae). Οικογένεια ομοπτέρων εντόμων. Υπάρχουν περίπου 2.000 είδη που ζουν κυρίως στις εύκρατες περιοχές του πλανήτη μας και πιο σπάνια στις τροπικές. Είναι γνωστά με την ονομασία φυτόφθειρεςφυτόψειρες. Το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό και… … Dictionary of Greek
ημιχορδωτά — (hemichordota). Φύλο μικρών ασπόνδυλων ζώων που ζουν στη λάσπη του βυθού των θαλασσών. Τα η. ανήκουν στην ομάδα των δευτεροστομίων και παλαιότερα θεωρούνταν υποσυνομοταξία των χορδωτών. Τα η. έχουν μακρόστενη μορφή σκουληκιού· το σώμα τους… … Dictionary of Greek
χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… … Dictionary of Greek